- ευπραγώ
- (ε) αμετ. благоденствовать, жить в достатке
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ευπραγώ — (ΑΜ εὐπραγῶ, έω) [ευπραγής] ευημερώ, καλοπερνώ, έχω οικονομική άνεση αρχ. 1. έχω αφθονία, έχω άφθονα αγαθά («εὐπραγούσης τῆς ἀγορᾱς», Πολυδ.) 2. πράττω το ορθό, ενεργώ σωστά … Dictionary of Greek
ευπράγημα — εὐπράγημα, τὸ (Α) [ευπραγώ] 1. επιτυχημένη έκβαση, επιτυχία 2. στον πληθ. τὰ εὐπραγήματα τα πολεμικά κατορθώματα … Dictionary of Greek
καλοπραγώ — καλοπραγῶ, έω (Α) (σχόλ.) ευτυχώ, ευπραγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ό) * + πραγῶ (< θ. πραγ , πρβλ. πέ πραγ α τού πράττω), κατά το εὐ πραγῶ] … Dictionary of Greek